τετράταρσος

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τέσσερεις ταρσούς ή τέσσερα φτερά («πετροπόμποις τετρατάρσοις ὀργάνοις», Νικήτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ταρσός «πλέγμα, φτερούγα»].