τετράφορος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, cited by Hdn.Gr.1.234 on account of its anomalous accent; so that its sense must be act., bearing fourfold.

Greek (Liddell-Scott)

τετράφορος: -ον, μνημονευόμενον παρ’ Ἀρκαδ. 90 διὰ τὸν ἀνώμαλον αὐτοῦ τονισμόν· ὥστεσημασία του θὰ εἶναι ἐνεργ., ὁ φέρων τετραπλοῦν ἢ τετραπλᾶ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φέρει τετραπλό ή τετραπλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -φόρος].