τετράωρος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων ωρών
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράωρο
χρονικό διάστημα τεσσάρων ωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ωρος (< ώρα), πρβλ. πεντά-ωρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Αρ. Π. Κουρτίδη].