Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τετρακυκλικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν 1. (για άνθη) αυτός που αποτελείται από τέσσερα σπονδυλώματα ή κύκλους μορίων 2. (για χημική ένωση) αυτή που περιέχει στο μόριό της τέσσερεις δακτυλίους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetracyclic<τετρ(α)- +κυκλικός.