τετραρχέω
English (LSJ)
to be tetrarch, τῆς Γαλιλαίας Ev.Luc.3.1. cf. J.BJ3.10.7.
German (Pape)
[Seite 1099] ein Tetrarch od. Vierfürst sein, u. pass. τετραρχέομαι, von einem Vierfürsten regiert werden, unter ihm leben, Sp., wie Ios. u. N.T.
French (Bailly abrégé)
τετραρχῶ :
être tétrarque.
Étymologie: τετράρχης.
Russian (Dvoretsky)
τετραρχέω: быть тетрархом NT.
Greek (Liddell-Scott)
τετραρχέω: εἶμαι τετράρχης, τετραχοῦντος τῆς Γαλιλαίας Ἡρώδου Εὐαγγ. κ. Λουκ. γ΄, 1. - Παθ., διατελῶ ὑπὸ τὴν ἀρχὴν τετράρχου, Ἑρμογ.
English (Strong)
Greek Monotonic
τετραρχέω: μέλ. τετραρχήσω, είμαι τετράρχης, τῆς Γαλιλαίας, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:tetrarcšw 帖特而-阿而黑哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:四-原始(於)
字義溯源:作四分領太守,作分封的王;源自(τετράρχης)=四分之一領土的統治者),由(τέσσαρες)*=四)與(ἄρχω)*=為首)組成
出現次數:總共(3);路(3)
譯字彙編:
1) 作⋯分封的王(3) 路3:1; 路3:1; 路3:1