τετρασώματος

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Leibern, Paul. Sil. ambo 252.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰσώμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα σώματα, Θεόδ. Πρόδρ. σ. 409, Γεώργ. Σύγκελλ. σ. 29Β.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τέσσερα σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. ἀσώματος].