τετραχθὰ

Greek (Liddell-Scott)

τετραχθὰ: [ᾰ], Ἐπίρρ., ποιητ. ἀντὶ τέτραχα, Ἰλ. Γ. 363, Ὀδ. Ι. 71, πρβλ. διχθά, τριχθά.