τριχθά
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
English (LSJ)
Ep. Adv. = τρίχα, into or in three parts, τ. ᾤκηθεν Il.2.668; τ. πάντα δέδασται 15.189; τ. τε καὶ τετραχθὰ διατρυφέν into three pieces, 3.363, cf. Od.9.71.
French (Bailly abrégé)
adv;
c. τρίχα¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριχθά [τρίς] adv., in drie stukken.
German (Pape)
adv., poet. statt τρίχα, dreifach, in drei Teile, Il. 2.668, 3.363, Od. 9.71.
Russian (Dvoretsky)
τριχθά: (ᾰ) adv. Hom. = τρίχα I.
English (Autenrieth)
in three parts.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (επικ. επιτ. τ. του τρίχα) σε τρία μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του τρίχα (Ι), πρβλ. διχθά, τετραχθά. Για την εναλλαγή του χ- /χθ- πρβλ. χαμηλός: χθαμαλός.
Greek Monotonic
τριχθά: Επικ. επίρρ., εκτετ. τύπος του τρίχα, σε τρία μέρη, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
τριχθά: Ἐπίρρ., Ἐπικ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ τρίχα, εἰς τρία μέρη, τρ. ᾤθηκεν Ἰλ. Β. 668· τρ. πάντα δέδασται Ο. 189· τρ. τε καὶ τετραχθὰ διέσχισεν, εἰς τρία τεμάχια, Γ. 363, πρβλ. Ὀδ. Ι. 71.