τετραωδία

Greek Monolingual

η, Ν
ωδική σύνθεση η οποία εκτελείται από τέσσερεις διαφορετικές φωνές, αλλ. τετραφωνία, κν. κουαρτέτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ωδία (< -ωδός < ωδή), πρβλ. μον-ωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].