τετρόφθαλμος
German (Pape)
[Seite 1100] vieräugig, Tzetz.
Greek Monolingual
-ον. Μ
αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ὀφθαλμός (πρβλ. τριόφθαλμος)].
[Seite 1100] vieräugig, Tzetz.
-ον. Μ
αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ὀφθαλμός (πρβλ. τριόφθαλμος)].