τεχνήμων

English (LSJ)

τεχνήμον, gen. ονος,
A cunningly wrought, αὐλοί AP9.504.
2 skilful, of artists, Opp.C.1.326.

German (Pape)

[Seite 1103] gen. ονος, = τεχνήεις; αὐλοί Ep. (IX, 504); Opp. Cyn. 1, 326.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 travaillé avec art;
2 ingénieux, habile.
Étymologie: τέχνη.

Russian (Dvoretsky)

τεχνήμων: 2, gen. ονος искусный (αὐλοί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τεχνήμων: -ον, μετὰ τέχνης καὶ δεξιότητος εἰργασμένος, αὐλοὶ Ἀνθολ. Π. 9. 504. 2) ἐπιδέξιος, ἐπιτήδειος, ἐπὶ ἐργατῶν ἢ τεχνιτῶν, Ὀππ. Κυν. 1. 326.

Greek Monolingual

-ῆμον, Α
1. κατασκευασμένος με έντεχνο τρόπο («τεχνήμονας αὐλούς», Ανθ. Παλ.)
2. (για πρόσ.) επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός («τοὺς γράψαν τεχνήμονες ἄνδρες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + επίθημα -ήμων (πρβλ. ζηλήμων)].

Greek Monotonic

τεχνήμων: -ον (τέχνη), με τέχνη και δεξιότητα κατειργασμένος, αὐλοί, σε Ανθ.

Middle Liddell

τεχνήμων, ον, τέχνη
cunningly wrought, αὐλοί Anth.