τηγανόστροφον

English (LSJ)

v. ταγηνοστρόφιον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το ταγηνοστρόφιον, κουτάλα ή σπάτουλα που χρησιμοποιείται στο τηγάνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον + -στροφον (< στρέφω), πρβλ. ταγηνοστρόφιον.