τηλεγραφητής
Greek Monolingual
ο, θηλ. τηλεγραφήτρια, Ν
υπάλληλος που διαβιβάζει και παίρνει τηλεγραφήματα με την τηλεγραφική συσκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεγραφώ. Το αρσ. τηλεγραφητής μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, ενώ το θηλ., στον λόγιο τ. του πληθ. τηλεγραφήτριαι, από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].