τηλεγραφώ

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

-έω, Ν τηλέγραφος
1. στέλνω τηλεγράφημα, παραδίδω κείμενο για να αποσταλεί τηλεγραφικά
2. διαβιβάζω μήνυμα με τον τηλέγραφο, χειρίζομαι τον τηλέγραφο.