τηλεγραφώ
Greek Monolingual
-έω, Ν τηλέγραφος
1. στέλνω τηλεγράφημα, παραδίδω κείμενο για να αποσταλεί τηλεγραφικά
2. διαβιβάζω μήνυμα με τον τηλέγραφο, χειρίζομαι τον τηλέγραφο.
-έω, Ν τηλέγραφος
1. στέλνω τηλεγράφημα, παραδίδω κείμενο για να αποσταλεί τηλεγραφικά
2. διαβιβάζω μήνυμα με τον τηλέγραφο, χειρίζομαι τον τηλέγραφο.