τηλεγράφημα
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
Greek Monolingual
το, Ν
τηλεπ. σύντομο, συμπυκνωμένο κατά κανόνα, κείμενο που μεταδίδεται προς τον παραλήπτη μέσω του τηλεγραφικού δικτύου και του οποίου το κόστος αποστολής είναι ανάλογο προς τον αριθμό τών λέξεων (α. «επείγον τηλεγράφημα» β. «ευχετήριο τηλεγράφημα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. telegramme < tele- (< τηλε-) + -gramme, το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το -γράφημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κ. Ασώπιο].