τηλεκλυτός
English (LSJ)
τηλεκλυτόν, = τηλεκλειτός, Ὀρέστης Od.1.30, cf. Chron.Lind.C.51; of horses, τ. τέκνα Ποδάργης Il.19.400.
German (Pape)
[Seite 1106] dasselbe, was τηλεκλειτός, weit, in der Ferne berühmt; Ὀρέστης, Od. 1, 30, vgl. Il. 19, 400. Den Accent bemerkt E. M. ausdrücklich; vgl. Buttm. Lexil. II p. 253.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. τηλεκλειτός.
Étymologie: τῆλε, κλύω.
Russian (Dvoretsky)
τηλεκλῠτός: Hom. = τηλεκλειτός.
Greek (Liddell-Scott)
τηλεκλῠτός: (οὐχὶ τηλέκλυτος Buttm. Λεξίλ. ἐν λ. κλειτὸς ἐν τέλει), όν, = τηλεκλειτός, (ἀπὸ τοῦ ὁποίου διαφέρει μόνον κατὰ τὴν ποσότητα τῆς παραληγούσης), Ὀρέστης Ὀδ. Α. 30· ἐπὶ ἵππων, τηλεκλυτὰ τέκνα Ποδάργης Ἰλ. Τ. 400.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
τηλεκλειτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + κλυτός «ένδοξος» (< κλύω), πρβλ. ναυσικλυτός.
Greek Monotonic
τηλεκλῠτός: -όν, = τηλεκλειτός, σε Όμηρ.
Middle Liddell
τηλε-κλῠτός, όν = τηλεκλειτός, Hom.]