τηλεφώνημα

Greek Monolingual

το, Ν
τηλεπ. συνομιλία μέσω τηλεφώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεφωνώ. Η λ., στον πληθ. τηλεφωνήματα, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].