τηλεφωνώ
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
Greek Monolingual
-έω, Ν
1. συνεννοούμαι με το τηλέφωνο
2. μεταβιβάζω πληροφορία με το τηλέφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεφωνῶ, -έω, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].