τηλόσε

English (LSJ)

Adv. to a distance, far away, Il.4.455, 22.407, E.IT175 (anap.): c. gen., Q.S.4.407.

German (Pape)

[Seite 1107] adv., in die Ferne, weithin; Il. 4, 455. 22, 407; Eur. I. T. 175.

French (Bailly abrégé)

adv.
loin, au loin avec mouv.
Étymologie: *τηλός, -σε.

Russian (Dvoretsky)

τηλόσε: adv. далеко или вдаль Hom., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

τηλόσε: Ἐπίρρ., εἰς μακρὰν ἀπόστασιν, εἰς σημεῖον μακρὰν ἀπέχον, Ἰλ. Δ. 455., Χ. 407, Εὐρ. Ι. Τ. 175.

English (Autenrieth)

to a distance, far away.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. μακριά, σε μακρινή απόσταση («τῶν δὲ τε τηλόσε δοῦπον ἐν οὔρεσιν ἔκλυε ποιμήν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. -ό-σε (πρβλ. ἀγχ-ό-σε)].

Greek Monotonic

τηλόσε: (τηλοῦ), επίρρ., σε μακρινή απόσταση, σε σημείο που απέχει μακριά, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Middle Liddell

τηλοῦ
to a distance, far away, Il., Eur.