τιθηνία

English (LSJ)

ἡ, = τιθήνησις, LXX 4 Ma.16.7 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1113] ἡ, Pflege, Wartung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθηνία: ἡ, = τιθήνησις, Ἰωσήπ. Μακκ. 16.

Greek Monolingual

και τιθηνεία και ιων. τ. τιθηνείη, ἡ, Α τιθηνῶ
1. ανατροφή
2. (ειδικότερα) θηλασμός.