ὄρνις, άδος, ἡ, barn-door fowl, hen, AP9.95 (Alph.).
τιθὰς: ὄρνις, άδος, ἡ, τιθασός, ἥμερος, ἡ τρεφομένη ἐν ἐπαύλει ἢ οἰκίᾳ, Ἀνθ. Π. 9. 95.