τιμαρχία
English (LSJ)
ἡ,
A = τιμοκρατία (honour-based rule, timocracy), Pl.R. 545b, 550d.
II = τιμητεία (censorship), Lat. censoria potestas, D.C.52.21.
German (Pape)
[Seite 1114] ἡ, = τιμοκρατία, Plat. Rep. VIII, 545 b. – Sp. die Würde des römischen Censors, D. Cass. 52, 21.
Russian (Dvoretsky)
τῑμαρχία: ἡ Plat. = τιμοκρατία.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμαρχία: ἡ, = τιμοκρατία, καὶ νῦν οὕτω πρῶτον μὲν φιλότιμον σκεπτέον πολιτείαν· ὄνομα γὰρ οὐκ ἔχω λεγόμενον· ἢ τιμοκρατίαν ἢ τιμαρχίαν αὐτὴν κλητέον Πλάτ. Πολ. 545Β, 550D. ΙΙ. = τιμητεία, Δίων Κ. 52. 21.
Greek Monolingual
ἡ, Α·1. η τιμοκρατία
2. το αξίωμα του Ρωμαίου κήνσορα, η τιμητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -αρχία (< -άρχης)].
Translations
timocracy
Chinese Mandarin: 勛閥政治/勋阀政治; Czech: timokracie; French: timocratie; German: Timokratie; Greek: τιμοκρατία; Ancient Greek: τιμοκρατία; Italian: timocrazia; Persian: تیموکراسی; Russian: тимократия