τιμητήρ

English (LSJ)

τιμητῆρος, ὁ, = τιμητής, assessor of taxable property, Abh.Berl.Akad.1925(5).6 (Cyrene).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ Α
εκτιμητής της φορολογήσιμης περιουσίας, τιμητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. ὁδηγητήρ)].