τιμολογώ

Greek Monolingual

Ν
καθορίζω την τιμή εμπορεύματος που πρόκειται να πωληθεί σύμφωνα με το κόστος παραγωγής του αλλά και το επιθυμητό κέρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -λογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Ν. Κοντοπούλου].