τοιχογράφηση

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τοιχογραφώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοιχογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. τοιχογράφησις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].