τοιχογραφώ

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source

Greek Monolingual

τοιχογραφῶ, τοιχογραφέω, ΝΜΑ τοιχογράφος
γράφω ή ζωγραφίζω σε τοίχο.