τοκίζω

English (LSJ)

(τόκος II.2) lend on interest, D.45.70; μὴ τοκίζειν πλέονος ἢ τριῶν ὀδελῶν τὰν μνᾶν τοῦ μηνὸς Ϝεκάστου Schwyzer 324.6 (Delph., iv B. C.); τ. τόκον practise usury, AP11.309 (Lucill.):—Pass., τοκίζεται αὐτῷ ἀργύριον Hyp.Fr.273, cf.IG9(1).694.12, 29 (Corc.).

German (Pape)

[Seite 1125] auf Zinsen leihen, wuchern; Dem. 45, 70; μναῖ τοκιζόμεναι ὑπὸ Κρίτωνος, Plut. Arist. 1; τόκον τοκίσαι, Lucill. 102 (XI, 309).

French (Bailly abrégé)

prêter à intérêt.
Étymologie: τόκος.

Russian (Dvoretsky)

τοκίζω: отдавать деньги в рост, ссужать под проценты Dem.: τ. τόκον Anth. заниматься ростовщичеством.

Greek (Liddell-Scott)

τοκίζω: (τόκος ΙΙ. 2) δανείζω ἐπὶ τόκῳ, Λατιν. faenerari, Δημ. 1122. 27· τοκίσας τόκον Ἀνθ. Π. 11. 309. - Παθ., ἀργύριον τοκίζεται αὐτῷ Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 85, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 12, 28.

Greek Monolingual

ΝΑ τόκος
1. δανείζω με τόκο
2. ειρων. είμαι τοκογλύφος
νεοελλ.
ειρων. ζω χωρίς να εργάζομαι, είμαι φυγόπονος.

Greek Monotonic

τοκίζω: (τόκος II. 2), δανείζω με τόκο, Λατ. faenerari, σε Δημ.· τοκίζω τόκον, εξασκώ τοκογλυφία, σε Ανθ.

Middle Liddell

τοκίζω, τόκος II. 2]
to lend on interest, Lat. faenerari, Dem.; τ. τόκον to practise usury, Anth.