τοξίτις

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
1. (συν. σε συνεκφορά με το νευρά) η χορδή του τόξου
2. προσωνυμία της Αρτέμιδος στην Κω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. στεφανῖτις].