τοπαστέον

English (LSJ)

(τοπάζω) one must conjecture, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τοπαστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τοπάζω, δεῖ τοπάζειν, «τοπαστέον· ὑποληπτέον, ὑπονοητέον» Ἡσύχ.