(τοπάζω) one must conjecture, Hsch.
τοπαστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τοπάζω, δεῖ τοπάζειν, «τοπαστέον· ὑποληπτέον, ὑπονοητέον» Ἡσύχ.