Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
τοπιάτικο
Greek Monolingual
το, Ν 1.μίσθωμα για βοσκοτόπι 2.τόπος από όπου προμηθεύονται τα ξύλα για τα καμίνια οι ασβεστάδες. [ΕΤΥΜΟΛ.<τόπος+ κατάλ. -ιάτικο, ουδ. της κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. μηνιάτικο)].