τοποκράτωρ
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, = τόπαρχος 1, Paul.Al.O. 1.
Greek (Liddell-Scott)
τοποκράτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, = τόπαρχος, Παῦλ. Ἀλεξανδρ. 3.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ Α- ο τόπαρχος, αυτός που κατέχει την εξουσία σε έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -κράτωρ (< κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτορας), πρβλ. πλουτοκράτωρ].