τοποφοβία

Greek Monolingual

η, Ν
(ψυχολ.) παθολογικός φόβος για ορισμένους τόπους, συνήθως ανοιχτούς χώρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. topophobie (< τόπος + -φοβία < -φοβος < φόβος)].