τοσούτσικος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(δεικτ. αντων.) τόσος δα, τόσο μικρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρούτσικος)].