μικρούτσικος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ μικρούτσικος και μικρούτζικος, -η, -ον) μικρός
1. πάρα πολύ μικρός ως προς τις διαστάσεις («ένα μικρό μικρούτσικο, του βασιλιά τ' αγγόνι», δημ. τραγούδι)
2. κάπως μικρός
3. πάρα πολύ μικρός ως προς την ηλικία, μικρούλης
μσν.
1. ασήμαντος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) (για χρόνο) για λίγο.