τουλούμι

Greek Monolingual

το, Ν
1. δερμάτινο ασκί
2. μτφ. πολύ παχύς άνθρωπος
3. φρ. α) «ρίχνει με το τουλούμι» — βρέχει πολύ
β) «κάνω τουλούμι στο ξύλο» — δέρνω πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulum].