το, Ν1. δερμάτινο ασκί2. μτφ. πολύ παχύς άνθρωπος3. φρ. α) «ρίχνει με το τουλούμι» — βρέχει πολύβ) «κάνω τουλούμι στο ξύλο» — δέρνω πάρα πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulum].