τούφα

Greek Monolingual

τοῦφα, η, ΝΜ
1. δέσμη, σύνολο από ίνες μαλλιού, τριχών, νημάτων
2. η τουλούπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tufa «είδος σημαίας, δόρυ με τρίχινο λοφίο στο άκρο» < γερμ. tūfa «λοφίο» (βλ. και λ. τύφη)].