τοὐμόν
German (Pape)
[Seite 1132] att. zsgzgn statt τὸ ἐμόν.
French (Bailly abrégé)
crase att. et poét. p. τὸ ἐμόν.
Russian (Dvoretsky)
τοὐμόν: in crasi = τὸ ἐμόν.
Greek (Liddell-Scott)
τοὐμόν: τοὔμπᾰλιν, τοὐμποδών, τοὔμπροσθεν, τοὔμφῡλον, κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἐμόν, τὸ ἔμπαλιν, κτλ.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
τοὐμόν: τοὔμπᾰλιν, τοὐμποδών, τοὔμπροσθεν, τοὔμφῡλον, Αττ. κράση αντί τὸ ἐμόν, τὸ ἔμπαλιν κ.λπ.