τράνωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is made clear, τρανώματα γλώσσης Emp.4.11.

German (Pape)

[Seite 1134] τό, das hell oder deutlich Gemachte, Empedocl. 349.

Russian (Dvoretsky)

τράνωμα: ατος (ρᾱ) τό разъяснение, объяснение Emped., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

τράνωμα: τό, διευκρίνησις, διασάφησις, τρανώματα γλώττης Ἐμπεδ. 349.

Greek Monolingual

-ώματος, τὸ, Α τρανῶ
διευκρίνηση, διασάφηση.