τράχυσμα

English (LSJ)

Ion. τρήχυσμα, ατος, τό, a roughness, Hp.Epid.2.3.1, Ath.11.475b (both pl.); of roughnesses or perhaps prickly pains in the skin, Archig. ap. Gal.8.91, cf. Gal.8.105.

German (Pape)

[Seite 1136] τό, Rauhigkeit, Härte, Ath. XI, 475 b.

Greek (Liddell-Scott)

τράχυσμα: Ἰων. τρήχ-, τό, τραχύτης, τραχύσματα ἐν τῷ χρωτὶ κεγχρώδεα, τοῖσιν ὑπὸ κωνώπων γινομένοις ἀναδήγμασιν ἴκελα Ἱππ. 1020C, Ἀθήν. 475Β.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και ιων. τ. τρήχυσμα Α τραχύνω
νεοελλ.
ανατ. τραχιά επιφάνεια οστού πάνω στην οποία προσφύονται μύες
αρχ.
τραχύτητα του δέρματος.