τρίγλωσσος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει τρεις γλωσσοειδείς προεξοχές
2. αυτός που γνωρίζει τρεις γλώσσες
3. ο γραμμένος σε τρεις γλώσσες («τρίγλωσσο λεξικό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πεντά-γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1790 στον Γ. Βεντότη].