τρίενος
English (LSJ)
τρίενον, (ἔνος (A)) within three years, Thphr. HP 4.11.5; three-year-old, βοῦς Orac. in IGRom.4.360.32 (Pergam., ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1142] dreijährig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
τρίενος: -ον, (ἔνος) τριετής, γίνεσθαι δέ φασι τρίενόν τε χρήσιμον Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 66.
Greek Monolingual
-ον, Α
τριετής («γίγνεσθαι δὲ φασι τρίενόν τε χρήσιμον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -ενος (< IE en- «έτος», βλ. λ. ἐνιαυτός), πρβλ. και ἔνος.