τρίκουρος

English (LSJ)

ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ[αθ]αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ[αθ]αρμένος, Id.

German (Pape)

[Seite 1144] dreischürig, alle drei Jahre od. dreimal im Jahre geschoren od. zu scheeren, Hesych.; bei Alciphr. 1, 28 f. L.

Greek (Liddell-Scott)

τρίκουρος: -ον, ὁ κειρόμενος κατὰ πᾶν τρίτον ἔτος, Ἡσύχ.· πρβλ. τρικόρωνος.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ(αθ)αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ(αθ)αρμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. ἡμίκουρος].