ἡμίκουρος

English (LSJ)

ἡμίκουρον, half-sheared, PHib.1.32 (iii B.C.).

Greek Monolingual

ἡμίκουρος, -ον (Α)
πάπ. κουρεμένος εν μέρει ή κακώς, μισοκουρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφίκουρος, νεόκουρος].