τρίξιμο

Greek Monolingual

το, Ν
ο ήχος που δημιουργείται από την τριβή δύο σκληρών πραγμάτων, ο τριγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριξ- του αορ. έ-τριξ-α του τρίζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. πρήξιμο)].