τρίστῡλος: -ον, ἔχων τρεῖς στύλους, Ἰωάννης ὁ τῆς Κλίμακος σ. 6.
-η, -ο / τρίστυλος, -ον, ΝΜαυτός που έχει τρεις στύλους, τρεις κολόνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + στύλος (πρβλ. ἑξάστυλος)].