τρίσωμος

English (LSJ)

ον, = τρισώματος, An.Ox. 2.307.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσωμος: -ον, = τῷ προηγ., Ἀκύλας ἐν Ἱερ. Μ΄, 12 (Παλ. Διαθ.)

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίσωμος, -ον, ΝΑ
τρισώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σωμος (< σῶμα), πρβλ. τετράσωμος].

German (Pape)

τρισώματος (?).