τρισώματος
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
τρισώματον, three-bodied, of Geryon, A.Ag.870; κύων, of Cerberus, E.HF24; τ. ἀλκά, of the Chimaera, Id.Ion 204 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois corps.
Étymologie: τρεῖς, σῶμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισώματος -ον [τρι-, σῶμα] met drie lichamen.
German (Pape)
dreileibig, drei Leiber habend; Γηρυών Aesch. Ag. 844; vgl. Eur. Herc.Fur. 423; von der Chimära, Ion 204; κύων, Herc.Fur. 24.
Russian (Dvoretsky)
τρῐσώμᾰτος: трехтелый (Γηρυών Aesch.): τ. ἀλκά Eur. = Χίμαιρα.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρισώματος, -ον ΝΜΑ
αυτός που έχει τρία σώματα, τρεις κορμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. ἀσώματος].
Greek Monotonic
τρῐσώμᾰτος: -ον, αυτός που έχει τρία σώματα, Λατ. tricorpor, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐσώμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων τρία σώματα, Λατ. tricorpor, ἐπὶ τοῦ Γηρυόνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 870· ἐπὶ τοῦ Κερβέρου, Εὐρ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 24, πρβλ. 1274· τρ. ἀλκά, ἡ Χίμαιρα, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 204.
Middle Liddell
τρῐ-σώμᾰτος, ον,
three-bodied, Lat. tricorpor, Aesch.