-ουν, contr. for τρίχροος.
-ουν, ΝΑ, και τρίχροος, -οον, Α(λόγιος τ.) τρίχρωμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χρους (< χρως, χρωτός «χρώμα» επιδερμίδα»), πρβλ. πολύχρους].