τραβολογώ

Greek Monolingual

-άω, Ν
1. τραβώ, σύρω κάποιον ή κάτι προς διάφορες διευθύνσεις
2. ταλαιπωρώ κάποιον, τον υποβάλλω σε περιπέτειες («τον τραβολογάει δυο χρόνια στα δικαστήρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραβώ + -λογώ].