-άω, Ν1. τραβώ, σύρω κάποιον ή κάτι προς διάφορες διευθύνσεις2. ταλαιπωρώ κάποιον, τον υποβάλλω σε περιπέτειες («τον τραβολογάει δυο χρόνια στα δικαστήρια»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τραβώ + -λογώ].